νυχτερίδα

νυχτερίδα
Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά της, περιλαμβάνει το γένος pipistrellus, πολύ διαδεδομένο στην Ευρώπη, στις περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο και σε εκτεταμένες ζώνες της Ασίας. Η ν. αυτή πετά από τη δύση του ήλιου έως την αυγή αναζητώντας έντομα, τα οποία τρώει με απληστία, έτσι που σε μια μόνη νύχτα μπορεί να καταβροχθίσει περίπου 200 αν είναι μεγάλα όπως οι μύγες, ή και περισσότερα αν είναι μικρότερα. Για τον λόγο αυτό η κοινή ν. είναι πολύ ωφέλιμη στον άνθρωπο. Οι ρωγμές των τοίχων και οι κουφάλες των δέντρων, όπου περνά την ημέρα, χρησιμεύουν στη ν. αυτή ως καταφύγιο για τη χειμερία νάρκη. Ενώ η κοινή ν. ζει γενικά σε μέτρια ύψη, στις ορεινές περιοχές είναι πιο κοινή η ορεινή ν. (pistrettus savii). Άλλοι Βεσπερτιλιονίδες του ίδιου γένους είναι η Pipistrellus pipistrellus, αρκετά κοινή στην Ευρώπη και, σπανιότερη, η Pipistrellus nathusii, μήκους, μαζί με την ουρά, 9 εκ. και με άνοιγμα πτερύγων 24 εκ.· στην τελευταία αυτή το δέρμα έχει μια καστανοκόκκινη απόχρωση στα ανώτερα μέρη του σώματος και γκριζοκοκκινωπή στα κατώτερα. Ένα άλλο είδος ν. είναι ο νύκταλος (nycktalus noctula) κι αυτός της οικογένειας των Βεσπερτιλιονιδών, της τάξης των χειροπτέρων. Είναι είδος κοινό στην Ευρώπη, αλλά απαντάται και στην Αφρική και στην Ασία. Η ευρεία μεμβράνη των πτερύγων του έχει άνοιγμα 35-38 εκ.· το κεφάλι και ο κορμός έχουν συνολικό μήκος 7-8 εκ. ενώ η ουρά περίπου 5 εκ. Ο νύκταλος, που είναι μια από τις μεγαλύτερες ν. της Ευρώπης, έχει χαρακτηριστικά μεγάλα αυτιά, πολύ στρογγυλεμένα. Πετά το σούρουπο και τη νύχτα· την ημέρα μένει γενικά κρυμμένη στις κουφάλες των δέντρων, στις ρωγμές των τοίχων και των βράχων όπου περνά και τη χειμερία νάρκη του. Ο νύκταλος είναι ταχύτατος και ανθεκτικός στην πτήση και ζει κατά σμήνη, εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας εντόμων που καταβροχθίζει κι αυτός είναι ωφέλιμος στον άνθρωπο. Ένα άλλο είδος συγγενές είναι ο νύκταλος του Λέισλερ (nyctalus leisleri), κοινός προπάντων στην Ιρλανδία, αλλά απαντάται, αν και αραιά, και στην κεντρική Ευρώπη. Διάφορες νυχτερίδες. 1) Μυοτίδα η γνήσια ή μεγάλη νυχτερίδα? 2) Σεροτίνη? 3) Βάμπιρος? 4) Ρινόλοφος. Ο νύκταλος (nyctalus noctula), διαδομένος κυρίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο με τα χαρακτηριστικά στρογγυλά αυτιά. Η κοινή νυχτερίδα (pipistrellus pipistrellus), η οποία είναι διαδομένη στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου και σε εκτεταμένες ζώνες της Ασίας.
* * *
και νυκτερίδα, η (ΑΜ νυκτερίς, -ίδος, Μ και νυκτερίδα)
γενική, κοινή σήμερα, ονομασία τών θηλαστικών τής τάξης χειρόπτερα, τα οποία είναι τα μόνα θηλαστικά ζώα που μπορούν να πετούν
μσν.
νυχτοκόρακας
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. είδος φυτού
3. μτφ. παρωνύμιο προσώπων («Χαιρεφῶν ή νυκτερίς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νυχτερίδα < νυκτερίς < νύκτερος + επίθημα -ίς (πρβλ. Πορφυρ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νυχτερίδα — η θηλαστικό ζώο νυχτόβιο, της τάξης Xειρόφτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Stratis Tsirkas — (en grec moderne : Στρατής Τσίρκας), de son vrai nom Yannis Hadziandréas, est né le 23 juillet 1911 au Caire (ville dans laquelle était installée une importante communauté grecque) et décédé le 27 janvier 1980, est un écrivain et… …   Wikipédia en Français

  • δερμόπτερος — η, ο (Α δερμόπτερος, ον) όποιος έχει δερματώδη, υμενώδη φτερά, όπως η νυχτερίδα …   Dictionary of Greek

  • δεσμόδους — ο νυχτερίδα τής τροπικής Αμερικής η οποία με τους κυνόδοντές της δαγκώνει τα θύματά της και ρουφάει αίμα …   Dictionary of Greek

  • λασίουρος — ο ζωολ. γένος χειρόπτερων θηλαστικών, νυχτερίδα τής οικογένειας vespertilionidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lasiurus < λάσιος + ουρά] …   Dictionary of Greek

  • μακρόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει μακριά γλώσσα 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από μακρογλωσσία 3. το αρσ. ως ουσ. ο μακρόγλωσσος ζωολ. α) γένος λεπιδόπτερων εντόμων, πεταλούδα, τής οικογένειας sphingidae β) γένος χειρόπτερων θηλαστικών, νυχτερίδα, τής… …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • νυκτερίδα — η (ΑΜ νυκτερίς, Μ και νυκτερίδα) βλ. νυχτερίδα …   Dictionary of Greek

  • νυχτοπέτα — η η νυχτερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + πετώ] …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”